φυματίνη

φυματίνη
η, Ν
ιατρ. ουσία πολύπλευρης σύνθεσης που απομονώθηκε από το τοίχωμα διαφόρων μυκοβακτηρίων και εφαρμόζεται με ενδοδερμική ένεση, με σκαριφισμούς ή επάνω στο δέρμα τού εξεταζομένου, προκειμένου να διαγνωσθεί αν αυτός πάσχει ή όχι από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. tuberculine και μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυματίνη — η εκχύλισμα από καλλιέργεια βακτηριδίων της φυματίωσης που περιέχει την τοξίνη τους και χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της φυματίωσης στον άνθρωπο, τα βοοειδή και τα πειραματόζωα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυματινοαντίδραση — και φυματιναντίδραση, η, Ν 1. ιατρ. αντίδραση υπερεργικού τύπου στη φυματίνη, δύο ή τρία εικοσιτετράωρα μετά την εφαρμογή τής φυματίνης στο δέρμα τού εξεταζομένου 2. (κτην.) ένεση διαλυμένης φυματίνης στα ζώα για τη διάγνωση τής φυματίωσης, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • φυματινοδιαγνωστική — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) η διάγνωση τής φυματίωσης με χρήση φυματινοαντίδρασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυματίνη + διαγνωστική] …   Dictionary of Greek

  • φυματινοθεραπεία — η, Ν ιατρ. μέθοδος θεραπείας τής φυματίωσης με χρήση φυματίνης προτού ανακαλυφθούν τα αντιβιοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tuberculinotherapie < tuberculine «φυματίνη» + therapie (< θεραπεία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”